αρνάδα

αρνάδα
η овца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρνάδα" в других словарях:

  • αρνάδα — η 1. θηλυκό πρόβατο λίγων μηνών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη 2. προβατίνα οποιασδήποτε ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αρνάς, κατά το αμνάς (αμνάδα)] …   Dictionary of Greek

  • αρνάδα — η προβατίνα ενός ή δύο χρονών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • -άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… …   Dictionary of Greek

  • αμνάδα — η (Α ἀμνάς, άδος) το μικρής ηλικίας θηλυκό πρόβατο, αρνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμνάς, θηλυκό τής λ. ἀμνός*] …   Dictionary of Greek

  • αμνίς — ἀμνὶς ( ίδος), η (Α) [ἀμνός] αμνάδα, αρνάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»